-
1 ωμοβοέην
-
2 ὠμοβοέην
-
3 περιτείνω
A stretch all round or over, π. τούτοισι (sc.τοῖσι νομεῦσἰ διφθέρας Hdt.1.194
; ὠμοβοέην π. Id.4.65 ; περὶ ταῦτα (sc. τὰ ξύλἀ πίλους.. π. ib.73;ἐπὶ τράπεζαν ὕδατος κύαθον Arist.Mete. 355b28
:— [voice] Pass., δέρμα περιτεταμένον tight-stretched, Hp.Prog.2, cf. Arist.HA 548b32, al.; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης being spread round.., Pl. Ti. 66b, cf. Arist.Mete. 354b24; ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη covered with a skin, Id.Fr. 498; περιτετάσθαι τῷ κελύφει fit the pod tight, Thphr. CP4.12.11; ἡ κοιλία περιτείνεται is distended, Arist.HA 591b2; οἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσίν become aduncate, Hp.Loc.Hom.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτείνω
См. также в других словарях:
ὠμοβοέην — ὠμοβόειος of raw fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)